Η αγιογραφία ενός ανθρώπου μισοπλασμένη ακόμα! Αυτή η επίμονη αρχαιότητα που κρατιέται από τον εαυτό της αντικρίζοντας το μέλλον με την πιο βαθειά γαλήνη. Οι νομάδες της αιωνιότητας. Δεν είναι η κόλαση του Μπέηκον. Είναι ένας παράδεισος πάντα σκεπασμένος, από τον οποίο προβάλλουν αυτά τα πρόσωπα. Ο παράδεισος μπορεί να είναι μόνο και πάντα κρυμμένος. Γιατί έχω την αίσθηση ότι φυσάει άνεμος, τίποτα δεν κινείται αλλά υπάρχει άνεμος.
Γιώργος Μπλάνας
Κι αν δεν ατενίσεις τα έργα του Χρήστου Μαρκίδη κατάματα, θα σε ατενίσουν εκείνα με τρόπο αναπόδραστο. Ακόμα και όταν θα έχεις απομακρυνθεί, το μεγάλο βλέμμα τους θα σε ακολουθεί και τα πελώρια μάτια τους θα σου απαγγέλουν κομμάτια από το ομώνυμο δικό του βιβλίο, αποτροπαϊκά της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, αλλά και ματαιωτικά δηλώσεων ότι η ζωγραφικά έχει πεθάνει.
Δρ Βιβή Βασιλοπούλου
Το πρώτο που αντικρίζεις στις ζωγραφισμένες φιγούρες του Χρήστου Μαρκίδη είναι τα βλέμματά τους· σε κοιτούν. Είναι πρόσωπα που έχουν σηκωθεί από τη γη, ή στέκονται εκεί που τα 'χει βάλει ο ζωγράφος κουλουριασμένα, και πάνε να σηκωθούν· και κοιτούν. Σε κοιτούν, ακόμη κι όταν δεν έχουν πρόσωπο, ή όταν μοναχά μαντεύεις τα μάτια μες στις κόχες του άδειου καύκαλου.
Το βλέμμα θυμίζει. Τα νεκρικά πορτρέτα απ’ την κοιλάδα του Φαγιούμ· ναι, τούτη την υπόμνηση της μεγάλης ελληνικής ζωγραφικής. Τα πυρωμένα βλέμματα των ορθόδοξων εικόνων, όταν η πλωτινική θεοείδεια σμίγει με τον παθιασμένο εξπρεσιονισμό των Μακεδόνων. Τα βλέμματα του Ρέμπραντ και τις τραχιές κραυγές του Μπέηκον. Τη vanitas του μπαρόκ και το βλέμμα του ρομαντισμού.
Και το σώμα που στηρίζει το βλέμμα; Ο Μαρκίδης το αποδίδει σαν αύρα σώματος· αχνό σώμα, που αραιώνει και εξαχνώνεται, με ανεμίσματα σαβάνων, ώσπου καταλήγει αχνός, φως.
Ενα βλέμμα μόνο; Θυμάμαι τον Τζακομέτι: «Μια μέρα που μου πόζαρε μια κοπέλα, με εντυπωσίασε ότι, εντελώς ξαφνικά, είδα πως το μόνο πράγμα που υπήρχε ζωντανό πάνω της ήταν το βλέμμα. Το κεφάλι έπαιρνε τη μορφή κρανίου, γινόταν περίπου ισοδύναμο με νεκροκεφαλή. Η διαφορά μεταξύ πεθαμένου και ζωντανού ήταν το βλέμμα.» [1]
Οι ζωγραφισμένες φιγούρες του Μαρκίδη είναι μόνο βλέμμα. Τις κοιτώ και με κοιτάνε. «Ο ζωγράφος “φέρνει μαζί το σώμα του”, έλεγε ο Βαλερύ. Και πράγματι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε ένα Πνεύμα να ζωγραφίζει. Μόνο με το να δανείζει το σώμα του στον κόσμο, ο ζωγράφος κατορθώνει να αλλάζει τον κόσμο σε ζωγραφιά.» [2] Ο Μερλώ-Ποντύ μάς θυμίζει με ένταση το αίνιγμα: το σώμα μου ορά και οράται. Αυτό υποστηρίζουν οι νεωτερικοί ζωγράφοι, από τον Σεζάν που βλάσταινε μες στο τοπίο, έως τον Κλέε που κατέστησε ορατό το έσω, το κρυμμένο.
Περπατάμε τους δρόμους, μεταφερόμαστε με τρένα και αυτοκίνητα, παρακολουθούμε τηλεόραση. Κοιτάμε διαρκώς κάτι, όλα προσπαθούν να μας κερδίσουν το βλέμμα. Αλλά είναι εικόνες κενές, ψόφιες μιμήσεις· οι εικόνες στα μπίλμπορντ, στις αφίσες, στις οθόνες, δεν έχουν βλέμμα, δεν μας κοιτούν. Δεν έχουν σώμα.
Η ζωγραφική είναι σώμα· φέρει το σώμα του ζωγράφου, φέρει το βλέμμα του. Γι΄αυτό και οι φιγούρες του Μαρκίδη μας κοιτούν, βαθιά, θλιμμένα ίσως, φέρνοντας στο πεδίο μας τα έσχατα, αλλά και παρηγορητικά, μάς υπόσχονται κάτι έναντι του θανάτου: ότι τα βλέμματά μας θα ζήσουν κι όταν θα έχει γίνει αχνός το σώμα, τα βλέμματα θα θυμούνται οικείοι και αγαπημένοι, κόρες, γιοι και εραστές, βλέμματα απορημένα και ξεκαρδισμένα θα στέκουν σε φωτογραφίες τοίχου, σε ψηφιακά αρχεία, άυλες συλλογές από σωματικά ίχνη.
Μαζί με τα βλέμματα απ’ το Φαγιούμ, μαζί με τα βλέμματα της Ηγησώς, της Θεανώς, της Κόρης της Ακροπόλεως, μαζί με το βλέμμα του Ρέμπραντ και του Σεζάν, τα βλέμματα στις ζωγραφιές του Χρήστου Μαρκίδη μάς συντροφεύουν και μας κρατούν σε εγρήγορση. Είναι βλέμματα οικείων και πεφιλημένων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ζώρζ Σαρμπονιέ, Διάλογοι με μοντέρνους ζωγράφους. Αθήνα, εκδ. Δελφίνι, 1992.
[2] Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, Το μάτι και το πνεύμα. Μετ.: Αλέκα Μουρίκη. Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1991.
Και το σώμα που στηρίζει το βλέμμα; Ο Μαρκίδης το αποδίδει σαν αύρα σώματος· αχνό σώμα, που αραιώνει και εξαχνώνεται, με ανεμίσματα σαβάνων, ώσπου καταλήγει αχνός, φως.
Ενα βλέμμα μόνο; Θυμάμαι τον Τζακομέτι: «Μια μέρα που μου πόζαρε μια κοπέλα, με εντυπωσίασε ότι, εντελώς ξαφνικά, είδα πως το μόνο πράγμα που υπήρχε ζωντανό πάνω της ήταν το βλέμμα. Το κεφάλι έπαιρνε τη μορφή κρανίου, γινόταν περίπου ισοδύναμο με νεκροκεφαλή. Η διαφορά μεταξύ πεθαμένου και ζωντανού ήταν το βλέμμα.» [1]
Οι ζωγραφισμένες φιγούρες του Μαρκίδη είναι μόνο βλέμμα. Τις κοιτώ και με κοιτάνε. «Ο ζωγράφος “φέρνει μαζί το σώμα του”, έλεγε ο Βαλερύ. Και πράγματι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε ένα Πνεύμα να ζωγραφίζει. Μόνο με το να δανείζει το σώμα του στον κόσμο, ο ζωγράφος κατορθώνει να αλλάζει τον κόσμο σε ζωγραφιά.» [2] Ο Μερλώ-Ποντύ μάς θυμίζει με ένταση το αίνιγμα: το σώμα μου ορά και οράται. Αυτό υποστηρίζουν οι νεωτερικοί ζωγράφοι, από τον Σεζάν που βλάσταινε μες στο τοπίο, έως τον Κλέε που κατέστησε ορατό το έσω, το κρυμμένο.
Περπατάμε τους δρόμους, μεταφερόμαστε με τρένα και αυτοκίνητα, παρακολουθούμε τηλεόραση. Κοιτάμε διαρκώς κάτι, όλα προσπαθούν να μας κερδίσουν το βλέμμα. Αλλά είναι εικόνες κενές, ψόφιες μιμήσεις· οι εικόνες στα μπίλμπορντ, στις αφίσες, στις οθόνες, δεν έχουν βλέμμα, δεν μας κοιτούν. Δεν έχουν σώμα.
Η ζωγραφική είναι σώμα· φέρει το σώμα του ζωγράφου, φέρει το βλέμμα του. Γι΄αυτό και οι φιγούρες του Μαρκίδη μας κοιτούν, βαθιά, θλιμμένα ίσως, φέρνοντας στο πεδίο μας τα έσχατα, αλλά και παρηγορητικά, μάς υπόσχονται κάτι έναντι του θανάτου: ότι τα βλέμματά μας θα ζήσουν κι όταν θα έχει γίνει αχνός το σώμα, τα βλέμματα θα θυμούνται οικείοι και αγαπημένοι, κόρες, γιοι και εραστές, βλέμματα απορημένα και ξεκαρδισμένα θα στέκουν σε φωτογραφίες τοίχου, σε ψηφιακά αρχεία, άυλες συλλογές από σωματικά ίχνη.
Μαζί με τα βλέμματα απ’ το Φαγιούμ, μαζί με τα βλέμματα της Ηγησώς, της Θεανώς, της Κόρης της Ακροπόλεως, μαζί με το βλέμμα του Ρέμπραντ και του Σεζάν, τα βλέμματα στις ζωγραφιές του Χρήστου Μαρκίδη μάς συντροφεύουν και μας κρατούν σε εγρήγορση. Είναι βλέμματα οικείων και πεφιλημένων.
Νίκος Γ. Ξυδάκης
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ζώρζ Σαρμπονιέ, Διάλογοι με μοντέρνους ζωγράφους. Αθήνα, εκδ. Δελφίνι, 1992.
[2] Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, Το μάτι και το πνεύμα. Μετ.: Αλέκα Μουρίκη. Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1991.
Λάδι σε καμβά 160Χ70 εκ.