Tαυτότητα και Mεταμόρφωση

.
Του πιστεύειν αυτού ημάς την έγερσιν


Αν κάτι έχει χαραχτεί στη μνήμη μου από το έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, είναι δυο υπεραισθητές στιγμές, τέτοιες που σπάνια συμβαίνουν στη λιγοστή ζωή μας. Μια στο Τολέδο, μπροστά από την Ταφή του κόμητος Οργκάθ, και μια μπροστά στον Ευαγγελισμό, όταν είχε παρουσιαστεί ολόκληρος και μόνος πριν από μερικά χρόνια στην Εθνική μας Πινακοθήκη. Πολλά ωστόσο θα έπρεπε να θυμηθούμε, με αφορμή την έκθεση «Ταυτότητα και Μεταμόρφωση», για τον μεγάλο δάσκαλο. Πως υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών. Πως επηρέασε τον μοντερνισμό όσο κανένας άλλος, αφού αμφισβητήθηκε για αιώνες από μια τέχνη που είχε χάσει στο μεταξύ το αρχικό της νόημα. Πως συνθέτοντας δύο διαμετρικά αντίθετες εικαστικές παραδόσεις, εκόμισε στην πεμπτουσία της ζωγραφικής αυτό που μόνον ένας ανώνυμος εργάτης του Φαγιούμ, ένας Πανσέληνος, ένας Ρουμπλιόφ ή ένας Ρέμπραντ κατ’ αναλογία μας δώρησαν. Πως μέσα από το θεμελιακά ποιητικό βάθος της τέχνης του έμελλε να μας αποκαλύπτει στο διηνεκές το μεταφυσικό μεγαλείο του ανθρώπινου προσώπου.
Όμως πέρα απ’ όλα τούτα σπουδαιότερο ίσως είναι ότι, ασύνειδοι θεατές πλέον, πάψαμε σταδιακά να κατανοούμε το κύριο: την ιερή δύναμη που είχε, έχει και θα έχει πάντοτε η ζωγραφισμένη εικόνα. Ότι για χιλιάδες χρόνια σιωπηλή και άγρυπνη, στάθηκε απόλυτος τρόπος να εικονίσει κι επομένως να εννοήσει ο άνθρωπος τον κόσμο και τον εαυτό του. Πως ό,τι συνηθίσαμε να ονομάζουμε μεγάλη Τέχνη, αναζήτησε ακριβώς τη συγκεκριμένη διάρκεια, δοξάζοντας το ένα και μοναδικό μέλημα, εκείνο που κατάφερε να πνευματώσει την ύλη υπερβαίνοντας το φθαρτό μέσα στον αδιάκοπο υπερούσιο νόστο. Ή, σ’ αυτό που περισσότερο σήμερα μας αφορά, ότι η αχειροποίητη όραση είδε και ζύγισε όσα εκατομμύρια μηχανικές κάμερες αγνοούν και θα αγνοούν κολυμπώντας στη νάρκη - ας όψεται ο πάρθιος ρεαλισμός της καθ’ ημάς αστοχίας.
Εκείνο που δεν ξεχνώ λοιπόν από την Ταφή και τον Ευαγγελισμό είναι πως το εικονιζόμενο υπήρξε πραγματικά και υπάρχει. Πως η κοινωνία η αγαστή των προσώπων, η στοχαζόμενη το μέγιστο γεγονός του θανάτου, και συνάμα ο θεόρατος άγγελος που κατεβαίνει, είναι εδώ. Πιο αληθινός απ’ την πραγματικότητα. Πιο ζωντανός απ’ τη μνήμη. Κι η κόρη που άφησε το τυλιχτάρι σώμα στο έρμα για να δεχτεί τον σπόρο του πνεύματος, σημαίνει εξακολουθητικά και ισχύει. Σαν την οριακή ελεγεία που χαρίστηκε μέσα στο φως...
Ο Γκρέκο εξύψωσε με τη σειρά του το σώμα σε πνεύμα, παρότι η παράδοση που υπηρέτησε το αποϊεροποίησε βαθμιαία για να το υποτάξει στη φθορά και τη λήθη της ιστορίας. Είναι ένα μεταίχμιο στη δυτική τρισδιάστατη άρπη, μπολιασμένο από την ξεχασμένη ανατολική επιφάνεια του όλου, μυστική θύρα του εγώ ενταγμένη περίτεχνα στο εμείς, του ενός μόνον άστρου.
Αυτό το πνευματοφόρο σώμα θα συναντήσουν οι ποιητές του μεγάλου κινήματος του μοντερνισμού για να θρηνήσουν από μέσα την πτώση. Αυτό το σώμα κηδεύουμε και θα κηδεύουμε στους αιώνες, προσμένοντας την ζωοδότρια ανάσταση.