Τούτο το ακαριαίον - Μνήμη Γ. Σεφέρη

.
.
Τι παράδοξο! Πέρασαν κιόλας εκατό χρόνια από τη γέννησή του, έτσι μπορεί να καταλάβει κανείς το άστεγο των αιώνων. Τόσο κοντά, τόσο μακριά. Τόσο μόνοι...
Ακούω τον ποιητή να απαγγέλλει. Σαν μοναχός σε αγρυπνία, μέσα στη βαθιά νύχτα. Πάνω του τα άστρα μετρούν το φάσμα των αναφορών, τον έβενο των λογισμών, το άτρεπτο των νοημάτων.
Είναι οικείο να νιώθεις σιμά την παρηγορητική φωνή ενός πλάστη τού ύψους των μεγάλων νεκρών, αλλιώς ο λόγος ο γραπτός ηχεί, αλλιώς η ζωντανή παρουσία. Κι η αγάπη, η έρμη αγάπη, καθώς ακροβατεί τα μονοπάτια της μοίρας, στης μνήμης την αλλοτινή ενδοχώρα, κι αντίστροφα: ο χρόνος ο παλιός κι ο νέος είναι εκεί, το φως κεντά την έλλογη γραφή, στέκει ορθό το στόχαστρο της γλώσσας.
Θαρρώ καμιά φορά πως ο ποιητής είδε και τα παρελθόντα και τα παρόντα και τα μέλλοντα. Προφητικά, με τη μεγαλύτερη δυνατή ενάργεια. Οπως αρμόζει στην αρχέγονη καταγωγική φύτρα. Οπως αρμόζει στην εννοιακή, ολόφωτη σφαίρα. Εκείνη που για πέντε χιλιάδες χρόνια νοηματοδοτεί με λουλάκι τον κόσμο, απογειώνοντας τα ηλιοτρόπια της ύπαρξης.