Toward the within

.
.
Από πότε λατρέψαμε τη μουσική; Πάει καιρός, θυμούμαι. Η περιπέτεια ξεκίνησε με τους Led Zeppelin και τους Jethro Tull, ήμουν καλός δέκτης. Στα δεκαοχτώ ανακάλυψα τον Χατζιδάκι και το Ρεμπέτικο, στα είκοσι την Ινδία και τους Προκλασικούς της Ευρώπης, λίγο αργότερα τα Μπλουζ και τους Θρησκευτικούς Ύμνους. Αλλά εκείνο που φωτίζει το παρελθόν και το μέλλον της άφθαρτης εσωτερικής μας νεότητας σαν Krishnamurti είναι οι Dead Can Dance, το γκρουπ μετεωρίτης, μοναχικός απόγονος της γενναίας δεκαετίας, σ’ έναν τόπο που ξεπερνά κάθε προηγούμενο σφραγίζοντας οριστικά τον πόνο και ταυτόχρονα την παρασημαντική απαντοχή του ονείρου.
Το δώρο βέβαια των ημερών -εξ ου και η αφορμή της ανάμνησης- ήταν η κυκλοφορία των ανέκδοτων ηχογραφήσεων της Φλέρυς Νταντωνάκη από το Τρίτο Πρόγραμμα. Ζωντάνεψε για μια ακόμη φορά το ανεπανάληπτο ήθος της ερμηνείας, μιας ερμηνείας που δεν ξέρεις από πού έρχεται και πού πηγαίνει, γι’ αυτό μοιάζει να απευθύνεται στο ένθεν κακείθεν του ισοζυγίου των κρίνων. Φως εκ φωτός μα και σκοτάδι περίσσιο, τόσο όσο ποτέ δεν κατανοήσαμε κοιτάζοντας αφηρημένα τ’ άστρα της μνήμης μας. Αλλά για ποια άστρα να μιλήσουμε τώρα; Εκείνα που σημαίναν την άρτι νιοστή παπαρούνα, ή εκείνα με τις άστεγες φωτιές, τις πάρθιες, τις Σεμνές, καθώς κάθε σκοτάδι, όχι εκ του αντιθέτου, παρά ως συμπληρωματικό του ελέους ανταποδίδει με νόημα τα προειρημένα...
Όσο αφανίζομαι, τόσο γεννιέμαι μαζί σας, Lisa και Brendan. Νicolas, Joni, Stephan. Loreena, Robert και Μarianne. Τalip, Ζbigniew, Νusrat. Camaron, Philip, Arvo.